διαφεντευτής

διαφεντευτής
ο (θηλ. -εύτρα, η) και διαυθεντευτής
προστάτης, υπερασπιστής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαφεντευτής — ο ο υπερασπιστής, ο προστάτης: Μετά το θάνατο του αδελφού του, έγινε διαφεντευτής των ανιψιών του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαυθεντευτής — ο διαφεντευτής* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”